- επιστημονάρχης
- ἐπιστημονάρχης, ὁ (Μ)1. ο έμπειρος στην επιστήμη2. μοναχός υπεύθυνος για την πειθαρχία στη μονή3. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ως φύλακας τής εκκλησιαστικής επιστήμης και παιδείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστήμων + -αρχης (< άρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.