επιστημονάρχης

επιστημονάρχης
ἐπιστημονάρχης, ὁ (Μ)
1. ο έμπειρος στην επιστήμη
2. μοναχός υπεύθυνος για την πειθαρχία στη μονή
3. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ως φύλακας τής εκκλησιαστικής επιστήμης και παιδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστήμων + -αρχης (< άρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Эпистемонарх — (έπιστημοναρχης). Филологически Э. означает начальствующего над науками или научными занятиями и знаниями, но в монастырской жизни этим именем назывался особый монах надзиратель, на обязанности которого лежало будить всю братию, начиная с… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • επιστημοναρχικός — ἐπιστημοναρχικός, ή, όν (Μ) [επιστημονάρχης] αυτός που αναφέρεται στον επιστημονάρχη …   Dictionary of Greek

  • επιστημοναρχώ — ἐπιστημοναρχῶ, έω (Μ) [επιστημονάρχης] ασκώ τα καθήκοντα τού επιστημονάρχη στο μοναστήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”